μάταιος

μάταιος
-η -ο, θηλ. και -α, (ΑM μάταιος, -ον, θηλ. και -αία)
(για λόγια ή πράξεις) άσκοπος, ανώφελος, άχρηστος, αυτός που δεν φέρνει αποτέλεσμα, ατελεσφόρητος (α. «παῡσαι λέγων λόγους ματαίους», Η ρόδ.
β. «ἄνθρωποι δὲ μάταια νομίζομεν», Θέογν.)
νεοελλ.
1. (για πρόσωπα) ματαιόδοξος
2. (για λόγια ή πράγματα) χωρίς νόημα, χωρίς περιεχόμενο
3. φρ. α) «μάταιος κόσμος» — ψεύτικος κόσμος, πρόσκαιρος κόσμος
β) «επί ματαίω» — μάταια, τού κάκου
μσν.-αρχ.
(για πρόσωπα) ανόητος, άφρων, μωρός («ἔστι δὲ φῡλον ἐν ἀνθρώποισι ματαιότατον», Πίνδ.)
αρχ.
1. (για πρόσ.) ανάξιος, μηδαμινός, ασήμαντος («ἄγοιτ' ἂν μάταιον ἄνδρ' ἐκποδών», Σοφ.)
2. ασεβής, βέβηλος, ανίερος, ανόσιος
3. απερίσκεπτος («ὅτι γλώσσῃ ματαία ζημία προστρίβεται», Αισχύλ.)
3. φρ. α) «χαρᾷ ματαίᾳ» — τρελή χαρά, ευθυμία, κέφι, τέρψη, φαιδρότητα, διασκέδαση
β) «τὸ μὴ μάταιον» — η σοβαρότητα, η βαρύτητα, η σπουδαιότητα.
επίρρ...
ματαίως και μάταια (ΑM ματαίως)
χωρίς λόγο, άσκοπα, χωρίς αποτέλεσμα, ανώφελα, ατελεσφόρητα
αρχ.
επιπόλαια, χωρίς βαρύτητα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < θ. ματα- (πρβλ. ματά-ζω) τού μάτη «μάταιος κόπος» + κατάλ. -ιος.
ΠΑΡ. ματαιότητα
αρχ.
ματαιοσύνη.
ΣΥΝΘ. (Α' συνθετικό) ματαιοπονώ, ματαιοσπουδώ, ματαιόφρων αρχ. ματαιοβαστάκτης, ματαιόβουλος, ματαιογέρων, μεταιοεργία, ματαιοκόπος, ματαιολόγος, ματαιομοχθώ, ματαιοποιός, ματαιοπόνος, ματαιοπώγων, μεταιοσυκοφαντία, ματαιότεκνος, ματαιότεχνος, ματαιουργός, ματαιόφημος, ματαιοφιλοτιμούμαι, ματαιόφωνος
μσν.
ματαιοκηρυξία, ματαιοκοσμία, ματαιοπραγώ
μσν.- νεοελλ.
ματαιόσχολος
νεοελλ.
ματαιόδοξος, ματαιόσπουδος].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • μάταιος — vain masc nom sg μάταιος vain masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μάταιος — η, ο 1. άσκοπος, ανώφελος, χωρίς αποτέλεσμα: Έκανε μάταιες προσπάθειες να σώσει την περιουσία του. 2. άδειος, χωρίς νόημα: Έζησε μια μάταιη ζωή …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ματαιότερον — μάταιος vain adverbial comp μάταιος vain masc acc comp sg μάταιος vain neut nom/voc/acc comp sg μάταιος vain adverbial comp μάταιος vain masc acc comp sg μάταιος vain neut nom/voc/acc comp sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ματαιότατα — μάταιος vain adverbial superl μάταιος vain neut nom/voc/acc superl pl μάταιος vain adverbial superl μάταιος vain neut nom/voc/acc superl pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ματαιότατον — μάταιος vain masc acc superl sg μάταιος vain neut nom/voc/acc superl sg μάταιος vain masc acc superl sg μάταιος vain neut nom/voc/acc superl sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ματαίω — μάταιος vain masc/neut nom/voc/acc dual μάταιος vain masc/neut gen sg (doric aeolic) μάταιος vain masc/fem/neut nom/voc/acc dual μάταιος vain masc/fem/neut gen sg (doric aeolic) ματαιόω bring to naught pres imperat act 2nd sg (doric aeolic)… …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ματαίως — μάταιος vain adverbial μάταιος vain masc acc pl (doric) μάταιος vain adverbial μάταιος vain masc/fem acc pl (doric) ματαιόω bring to naught imperf ind act 2nd sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μάταιον — μάταιος vain masc acc sg μάταιος vain neut nom/voc/acc sg μάταιος vain masc/fem acc sg μάταιος vain neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ματαίων — μάταιος vain fem gen pl μάταιος vain masc/neut gen pl μάταιος vain masc/fem/neut gen pl ματαιόω bring to naught imperf ind act 3rd pl (doric aeolic) ματαιόω bring to naught imperf ind act 1st sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ματαιοτάτη — μάταιος vain fem nom/voc superl sg (attic epic ionic) μάταιος vain fem nom/voc superl sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”